- υπογένειος
- -α, -ο / ὑπογένειος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που βρίσκεται στο κάτω μέρος τού πιγουνιού, υπογνάθιος («ὑπογένειοι τρίχες», Ιωάνν. Χρυσ.)2. το ουδ. ως ουσ. το υπογένειο(ν)μικρό γένι στην άκρη τού πιγουνιούμσν.το ουδ. ως ουσ. είδος κοσμήματος τής κεφαλής τού αλόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -γένειος < γένειον].
Dictionary of Greek. 2013.